κλαγγή — any sharp sound fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαγγή — η (AM κλαγγή, Α δοτ. και κλαγγί) 1. οποιοσδήποτε οξύς και διαπεραστικός ήχος, κυρίως κραυγή ζώου ή κρωγμός πτηνού (α. «ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν», Ευρ. β. «Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος μεσημβριναῑς κλαγγαῑσιν ὡς δράκων βοᾷ», Αισχύλ.)… … Dictionary of Greek
κλαγγή — η ήχος που προκαλείται από τη σύγκρουση ξιφών και άλλων όπλων: Πρέπει να ήταν τρομερή η κλαγγή των όπλων, όταν δύο αντίπαλοι στρατοί στην αρχαιότητα συγκρούονταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλάγγη — κλαγγέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κλαγγέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαγγαῖς — κλαγγή any sharp sound fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαγγαῖσι — κλαγγή any sharp sound fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαγγαῖσιν — κλαγγή any sharp sound fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαγγαί — κλαγγή any sharp sound fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαγγήν — κλαγγή any sharp sound fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PYGMAEI — populi in extremis Indiae montibus habitantes (Plin. l. 6. c. 19.) salubri caelô semperque vernante fruentes, ternos dodrantes non excedentes: Sunt qui nomen eos habere volunt ἀπὸ τῆς πυγμῆς, i. e. pugno, contra rationem; cum ἀπὸ τοῦ πήχυος, i. e … Hofmann J. Lexicon universale